χρησμολόγιον

χρησμολόγιον
χρησμολόγιον
divination
neut nom/voc/acc sg
χρησμολογέω
utter oracles
imperf ind act 3rd pl (doric)
χρησμολογέω
utter oracles
imperf ind act 1st sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χρησμολόγιο — το / χρησμολόγιον, ΝΑ [χρησμολόγος] νεοελλ. βιβλίο με χρησμούς, με προφητείες για το μέλλον αρχ. προφητεία, χρησμός …   Dictionary of Greek

  • Σπαθάρης — Επώνυμο ελληνικής οικογέναας στρατιωτικών και λογίων. 1. Νικόλαος. Φιλόλογος και θεολόγος (1625 1708). Διορίστηκε γραμματέας στην υπηρεσία του οσποδάρου Στέφανου της Μολδαβίας, αλλά σύντομα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη θέση του για πολιτικούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”